- ρωγαλίδα
- η, Νείδος αράχνης, η ρώβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα «αράχνη» + επίθημα -αλίδα (πρβλ. φουσκ-αλίδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… … Dictionary of Greek
ρώβα — η, Ν κοινή ονομασία είδους τριχωτής αράχνης, αλλ. ρώγα και ρωγαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρώγα] … Dictionary of Greek
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
φαλάγγι — το 1. είδος δηλητηριώδους αράχνης, σφαλάγγι, ρωγαλίδα: Τον δάγκωσε φαλάγγι. 2. (ναυτ.), καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται εγκάρσια στη σκάρα της ναυπηγικής κλίνης. 3. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια (από κορμούς δέντρων) που τοποθετούνται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)